- κριοτάφος
- κρῑο-τάφος [ᾰ], ου, ὁ,A one who buries sacred rams, PTeb.72.411(ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριοτάφος — κριοτάφος, ὁ (Α) αυτός που έθαβε ιερά κριάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + τάφος < θ. ταφ (πρβλ. ἐ τάφ ην, παθ. αόρ. β τού θάπτω), πρβλ. ιβιο τάφος, ιερακο τάφος] … Dictionary of Greek
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek